Η Συντακτική Συνέλευση των Κοινών (ΣΣΚ)

Η Συντακτική Συνέλευση των Κοινών (ΣΣΚ)

της Maria Rosaria Marella

Μετάφραση : Γιώργος Δικμάνης, Επιμέλεια : Βικτωρία Νασούλη, Ελισσάβετ Σπυρίδου

Αυτός ο νομοθετικός σχεδιασμός από τη βάση, μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι ρόλο μπορεί να παίξει ο νόμος ως στρατηγική πάλης και αντίστασης ενάντια σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ιταλία είναι μια ημι-περιφερειακή χώρα όσον αφορά στις διαδικασίες της νομικής παγκοσμιοποίησης. Με τον όρο “ημι-περιφέρεια” εννοοούμε ένα νομικό σύστημα στο οποίο οι νομικές έννοιες, οι τεχνικές ή τα επιχειρήματα του πυρήνα γίνονται αντικείμενα επεξεργασίας, αναδιαμορφώνονται και διαχέονται προς τις περιφέρειες, έτσι ώστε υπάρχει μια ροή από τον πυρήνα προς τις άκρες. Ως τέτοιο, το ιταλικό σύστημα υφίσταται νομικές εξελίξεις που είναι δυνατόν να επηρεάσουν έμμεσα ή να ενδιαφέρουν μια ευρύτερη περιοχή του κόσμου. Σε αυτό το στάδιο του καπιταλισμού, ένα από τα νομικά πεδία το οποίο κυρίως ερευνάται, ως αποτέλεσμα της δυναμικής διάχυσης της ιδιωτικοποίησης και της εμπορευματοποίησης που επηρεάζουν τις κοινωνίες, είναι δίχως αμφιβολία το εμπράγματο δίκαιο.

Καθόσον γνωρίζουμε, υπάρχουν τρία καίρια ζητήματα στην τρέχουσα δημόσια συζήτηση στην Ιταλία για το εμπράγματο δίκαιο που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ανάλογες εξελίξεις και σε άλλες χώρες. Το πρώτο αφορά στην απόπειρα δημιουργίας ενός δικαίου των κοινών (beni comuni, common goods, biens communes) ως εναλλακτική αφήγηση στην τρέχουσα φυσικοποίηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό είναι ένα νέο – μοντέρνο – θέμα, που οι Ιταλοί μελετητές του δικαίου ερευνούν ολοένα και περισσότερο.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην υποχώρηση της συνταγματικής αρχής της κοινωνικής λειτουργίας της ιδιοκτησίας ως νομική στρατηγική που υποτάσσει την ιδιωτική ιδιοκτησία στο κοινωνικό συμφέρον.

Το τρίτο ζήτημα είναι ένα πείραμα νομοθέτησης από τη βάση ως πολιτική πρακτική που διευθετείται από μια σύμμεικτη ομάδα ειδικών νομικών με μεγάλη πολιτική δέσμευση και ενασχόληση με τα κοινωνικά κινήματα, που ως στόχο έχουν την κινητοποίηση για την προαγωγή των κοινών. Παρόλο που αυτή η εμπειρία είναι αυστηρά συνδεδεμένη με την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα κοινά στον κύκλο των Ιταλών ακαδημαϊκών, δεν απασχολούνται όλοι οι θεωρητικοί, που δουλεύουν πάνω στα κοινά, σε αυτό το σχέδιο νομοθέτησης από τη βάση. Ο στόχος είναι, σχηματικά μιλώντας, η μεταρρύθμιση του εμπράγματου δικαίου και η νομική ρύθμιση πρόσβασης στους πόρους (ένας συγκεκριμένος κλάδος νομικής ρύθμισης του αστικού δικαίου, droit des biens) μέσω ενός πειράματος συλλογικής νομοθέτησης.

Αυτά τα τρία νομικά ζητήματα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Σε αυτό το σύντομο άρθρο όμως, θα επικεντρωθούμε μόνο στο τρίτο θέμα, θα αναφερθούμε στην εμπειρία της Costituente dei beni comuni (Συντακτική Συνέλευση των Κοινών, από εδώ και πέρα ΣΣΚ). Αν και είμαι ένα από τα μέλη της, αρχικά ήμουν σκεπτική όσον αφορά κάποιες από τις προϋποθέσεις της. Αυτός ο αρχικός σκεπτικισμός – υποψιάζομαι – μπορεί να γίνει αντιληπτός από πολλούς κριτικούς. Για αυτό το λόγο θα ήθελα σε αυτό το σημείο να μοιραστώ τα υπέρ και τα κατά ενός τέτοιου πειράματος με σεβασμό στα θεωρητικά και πολιτικά θεμέλιά του. Αυτό θα μας προσφέρει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο νόμος ως στρατηγική πάλης και αντίστασης ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης.

 Η νομοθεσία ως ένα πολιτικό όπλο των κοινωνικών κινημάτων

Στην εκπληκτικά μεγάλη φιλολογία της κρίσης, η συντριπτική πλειονότητα των έργων που εκφράζουν πιθανές ριζοσπαστικές αριστερές στρατηγικές εξόδου αποδίδουν μικρό ή δεν αποδίδουν κανένα σημαντικό ρόλο στον νόμο. Στις τρέχουσες περιγραφές των αναρίθμητων μορφών αντίστασης και/ή πολιτικής ανυπακοής εναντίον της ισχύουσας νομοθεσίας, ο νόμος αναπόδραστα παρουσιάζεται ως ο φύλακας του status quo, ένα νεοφιλελεύθερο όπλο που χρησιμοποιείται εναντίον του κοινωνικού ήθους. Η σχέση μεταξύ νόμου και αντίστασης έχει γίνει παρόλα αυτά εξαιρετικά σημαντική στην Ιταλία, όπου οι ακτιβιστές, συμπεριλαμβανομένου και εμού και άλλων μελών της ΣΣΚ, προσπαθούν να κάνουν χρήση του νόμου σε πολλά πεδία του πολιτικού αγώνα. Η βασική ιδέα είναι να μην αντισταθείς στον νόμο αλλά να αντισταθείς δια μέσω του νόμου, με χρήση των μέσων του νόμου. 

Αυτό που έκανε τη συνάντηση (ορισμένων τμημάτων) των κοινωνικών κινημάτων με (κάποιους) νομικούς δυνατή, ήταν ο κοινός στόχος να διατηρήσουμε τις πόλεις όπου ζούμε, τα αστικά μέρη που μοιραζόμαστε, τις ζωές μας και εν ολίγοις τον πλούτο που παράγουμε από κοινού. Αυτή η στρατηγική μπορεί να αρθρωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: το να βρούμε μια νομική λύση έτσι ώστε να σώσουμε τις λεγόμενες ενάρετες κατοχές[1] από την έξωση είναι ένα από τα κύρια διακυβεύματα. Επιπλέον να χρησιμοποιήσουμε νομικές δράσεις για να αντισταθούμε στα σχέδια ανάπτυξης των υποδομών, που διαφορετικά θα είχαν καταστρέψει το φυσικό και το αστικό περιβάλλον ή να επεξεργαστούμε ένα νομοθετικό σχέδιο που να στοχεύει στην εγγύηση ενός βασικού εισοδήματος για όλους – αυτοί είναι οι καίριοι σκοποί στην ατζέντα της ΣΣΚ. 

Το ζήτημα των “νέων” κατοχών αξίζει κάποια προσοχή. Δεν αναφέρομαι εδώ στις συνηθισμένες καταλήψεις, αλλά σε μέρη των “commoning” (κοινωνείν) όπου οι κάτοχοι επανεφευρίσκουν την κοινωνική πρόνοια δίνοντας πρόσβαση σε κτιριακές εγκαταστάσεις κρατικής ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας – ιδιαίτερα σε θέατρα, κινηματογράφους, όπως επίσης σε εργοστάσια και φάρμες εγκαταλειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους – σε μια μεγαλύτερη κοινότητα (στη γειτονιά, στην πόλη κτλ.). Πράττοντας κατά αυτόν τον τρόπο, τις μεταμορφώνουν σε εγκαταστάσεις και υπηρεσίες όπου μπορεί να υπάρχει από κοινού συμμετοχή και διαχείριση. 

Αυτές οι κατοχές ενεργοποιούν έναν ενάρετο κύκλο παραγωγής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας “απελευθερώνοντας” ακίνητα και περιοχές από την κακή χρήση των ιδιοκτητών, ενώ την ίδια στιγμή γίνεται “σωστή” χρήση τους` για παράδειγμα: οργάνωση μαθημάτων ιταλικών για μετανάστες, δωρεάν αθλητικές δραστηριότητες, πολιτιστικά δρώμενα, εξωσχολικές δραστηριότητες, δωρεάν πρόσβαση σε βιβλιοθήκες κλπ. 

Παρέχοντας εγγυήσεις για δωρεάν πρόσβαση σε αστικές τοποθεσίες, οι κάτοχοι όχι μόνο θέτουν σε εφαρμογή μια απόδοση πρόνοιας από τη βάση (παραγωγή πλούτου), αλλά επίσης προσπαθούν να επανεφεύρουν την εργασία έξω από την σχέση εργασίας/κεφαλαίου. Αυτό απαιτεί να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι εισοδήματος μέσω του “commoning” (κοινωνείν). Η προσπάθεια να σωθούν αυτές οι κατοχές από την έξωση επιτρέπει μια νομική κατασκευή των κοινών αγαθών και του κοινωνείν. Αυτό επιτρέπει την εξάρθρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ενώ την ίδια στιγμή επανασυνδέει αυτό που είναι νόμιμο με αυτό που είναι (παράνομο αλλά νοητό ως) θεμιτό και δίκαιο. 

Η δομή και η λειτουργία της ΣΣΚ 

Γενικότερα η ΣΣΚ στοχεύει να παράγει μια νομική ρύθμιση όσον αφορά στην πρόσβαση και χρήση των κοινών αγαθών. Αυτό έχει οδηγήσει στην εμφάνιση νέων ορίων και περιορισμών στο δίκαιο ιδιοκτησίας που αφορά τους ιδιώτες και τους δημόσιους οργανισμούς. 

Ένα τέτοιο εγχείρημα δικαιολογεί την πολιτική και επιστημονική νομιμότητά του στην επονομαζόμενη Rodotà Commission (Επιτροπή Rodota) – πρόεδρός της ήταν ο διεθνώς διάσημος καθηγητής νομικών, Stefano Rodotà - ο οποίος διορίστηκε το 2007 από τον υπουργό δικαιοσύνης για να αναμορφώσει το τρίτο κεφάλαιο του αστικού κώδικα που αναφέρεται στα αγαθά τα οποία ανήκουν στο κράτος. Η επιτροπή συνέταξε ένα νομοσχέδιο, το οποίο, παρόλο που αγνοήθηκε σταθερά από το κοινοβούλιο, μας εξοικείωσε με τη νέα κατηγορία των beni comuni (κοινών αγαθών) ως μια τρίτη κατηγορία αγαθών που προχωρά πέρα από το διαχωρισμό δημόσιου/ιδιωτικού. Η ΣΣΚ ξαναπήρε πρωτοβουλία εκκινώντας ακριβώς από εκεί.

Η ΣΣΚ έχει μια δομή δυο επιπέδων: αποτελείται από α) μια κινητή συνέλευση η οποία περιλαμβάνει ακτιβιστές και νομικούς που συσκέπτονται σε διαφορετικά μέρη στην Ιταλία και β) μια συντακτική επιτροπή (που περιλαμβάνει μόνο νομικούς). Οι στάσεις της περιοδεύουσας επιτροπής επιλέγονται ανάμεσα από τοποθεσίες που έχουν υποστεί σοβαρές περιβαλλοντικές και πολιτικές ζημιές, όπως η πόλη Λ' Άκουιλα, η πανέμορφη πόλη αναγεννησιακού χαρακτήρα η οποία καταστράφηκε από το σεισμό [του 2009] και δεν ανοικοδομήθηκε. 

Σε αυτή την πόλη ήταν που η συνέλευση έλαβε χώρα θέτοντας ως στόχο την κινητοποίηση των πολιτών εναντίον της έξωσης τόσο από τις ιδιωτικές κατοικίες τους όσο και από τους δημόσιους χώρους τους. Μετά τον σεισμό οι κάτοικοι περιορίστηκαν και αναγκάστηκαν να ζήσουν μακριά από το κέντρο, διασκορπισμένοι σε μια τεράστια περιοχή δίχως αστικές δομές και κοινωνικές σχέσεις. Ο σκοπός της ΣΣΚ ήταν να βρεθεί μια νομική στρατηγική ικανή να αντιπαρατεθεί στα κυβερνητικά σχέδια αποκατάστασης. Έκτοτε, η επικοινωνία, οι συναναστροφές και η ανταλλαγή απόψεων με τις τοπικές  κοινότητες και τα κοινωνικά κινήματα υπήρξαν μείζονος σημασίας για την αναγνώριση των νομικών πρακτικών που μπορούν να ενεργοποιήσουν τον κόσμο ώστε να αντισταθεί στην αποστέρηση σε τοπικό επίπεδο ως συλλογικοί δρώντες. 

Νομοθέτηση από τη βάση: είναι εφικτή ή επιθυμητή; 

Σε αυτό το σημείο είναι επιθυμητή, ακόμα και αναγκαία, μια κριτική προσέγγιση στο εγχείρημα της ΣΣΚ. Στην πράξη ένα τέτοιο εγχείρημα αντίστασης μέσω του νόμου εγείρει αναπόδραστα ένα ερώτημα: είναι τελικά εφικτή και/ή επιθυμητή η νομοθέτηση από τη βάση; 

Το πρώτο φλέγον ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι το εξής: είναι δυνατόν να παράγουμε δίκαιο από τη βάση; Δεν υπάρχουν αποδείξεις, εις γνώση μου, τέτοιου προηγούμενου στην νομική ιστορία. 

α) Τον Μεσαίωνα οι νομικοί ήταν ιδιώτες πολίτες, που νομοθετούσαν: δεν ήταν αντιπρόσωποι του Κράτους. Η νομιμότητά τους δεν προερχόταν από την κρατική αρχή, αλλά από το κύρος της νομικής πηγής την οποία ερμήνευαν (Corpus Iuris Civilis) και από το προσωπικό τους γόητρο. Όμως, αντιπροσώπευαν μια ελίτ και δημιουργούσαν νέους νόμους για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (όχι των φτωχών). 

β) Το εθιμικό δίκαιο μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράδειγμα νομοθέτησης από τη βάση, αλλά σε πολύπλοκα νομικά συστήματα η εφαρμογή του τίθεται στην ευχέρεια του ανώτατου άρχοντα και κατά κάποιον τρόπο αφομοιώνεται από αυτή. 

γ) Είναι το lex mercatoria  παράδειγμα νομοθέτησης από τη βάση; Το lex mercatoria δε δημιουργήθηκε βέβαια κάτω από μια κρατική εξουσία, αλλά σίγουρα δεν είναι μια νομοθέτηση από τη βάση. 

Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι μέχρι τώρα ο νόμος δεν υπήρξε ποτέ όπλο στα χέρια των καταπιεσμένων. Τώρα ερχόμαστε σε ένα άλλο μεγάλο ερώτημα: πώς να διαχειριστούμε αυτή την (αναβαθμισμένη) πίστη στον νόμο; Ο τρόπος προσέγγισης, που υιοθετήθηκε πρόσφατα από μερικά ριζοσπαστικά κινήματα στην Ιταλία, αντιφάσκει με τα πιο παραδοσιακά ευρήματα των Κριτικών Νομικών Σπουδών (εφεξής ΚΝΣ). Και φυσικά αντιφάσκει με την μαρξιστική παράδοση, με την οποία δεν καταπιάνομαι εδώ. Αντ' αυτού θα καταπιαστώ με δυο φόρμουλες των ΚΝΣ. 

Πρώτον: γνωρίζουμε ότι ο νόμος είναι εγγενώς ασυνάρτητος, ότι οι νομικοί κανόνες είναι ασαφείς και ότι τα δικαιώματα μπορούν να αναπτυχθούν για να πραγματοποιήσουν αποκλίνοντα πολιτικά σχέδια. Ωστόσο η απογοήτευσή μας ως προς τη νομική αλλαγή ως κοινωνική μηχανική δε μπορεί να κρύψει την έλλειψη αυτού του κάτι. Είναι επαρκής η στρατηγική της εσωτερικής κριτικής σε αυτό το σημείο; Μπορούμε να νικήσουμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, να απελευθερώσουμε την ιδιοκτησία, να επιτρέψουμε την πρόσβαση σε πόρους μέσω της εσωτερικής κριτικής; Μπορεί να γίνει αυτό καταγγέλλοντας το απροσδιόριστο των νομικών κανόνων και προτείνοντας κοινωνικά προσανατολισμένες ερμηνείες τους, οι οποίες μπορούν να πετύχουν πιο επιθυμητές δικαστικές αποφάσεις; 

Δεν προτείνω να παραγκωνίσουμε τα εργαλεία της κριτικής ανάλυσης – τα οποία εκτιμώ πολύ – και να υιοθετήσουμε αντί αυτού ένα σχέδιο νομικής φώτισης. Όμως, είμαι πεπεισμένη, ότι η αποδόμηση της ιδιοκτησίας είναι ένα απαραίτητο βήμα προς ένα δικαιότερο μοντέλο κατανομής του πλούτου, προς μια νέα εννοιολόγηση του πολίτη και αμφιβάλλω ότι τέτοιοι στόχοι μπορούν να εκπληρωθούν σήμερα με ημίμετρα. 

Δεύτερον: το σχέδιο μιας νομοθέτησης από τη βάση πρέπει να αντιμετωπίσει την φουκωϊκή κριτική της επιτελεστικότητας του νόμου. Οι νομικοί κανόνες, όπως οι μηχανισμοί διακυβέρνησης δεν παράγουν μόνο συμπεριφορές αλλά και υποκείμενα. Αν στη θεωρία “η νομοθέτηση από τη βάση” θα έπρεπε να διαταράξει τους κανόνες της συζήτησης, δε θα έχανε την επιτελεστικότητά της, την ικανότητά της να ερμηνεύσει τις ταυτότητες των υποκειμένων, να προσανατολίσει την συμπεριφορά των ανθρώπων. Η ανάλυση όμως, μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά με την ντετερμινιστική εικόνα για τον νόμο ως μια συσκευή, που αναπόφευκτα διατηρεί έναν δεδομένο καταμερισμό εξουσίας εντός του κοινωνικού σώματος και να επικεντρωθεί στην “καλή” επιτελεστικότητα των εφικτών νομικών κανόνων, που είναι ικανοί να σχηματίσουν διαφορετικές συνιστώσες εξουσίας. 

Ένα νομικό καθεστώς ανοιχτής πρόσβασης σε κάποιους πόρους, μαζί με την ήττα του ηγεμονικού ρόλου της ιδιοκτησίας, θα ενδυνάμωνε το 99% των ανθρώπων, αν και αυτό δε θα προλάμβανε την αναπαραγωγή κάθε σύγκρουσης από την πλέον αναζωογονημένη πλειοψηφία. 

Συμπέρασμα: σχετικά με τον νόμο και την πολιτική 

Η συζήτηση για τον συμβολικό και τον κοινωνικό αντίκτυπο του νόμου είναι πραγματικά πολύ ζωηρή εντός της ΣΣΚ. Οι συμμετέχοντες υποστηρίζουν διαφορετικές κριτικές προσεγγίσεις όσον αναφορά στον νόμο και τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ποια είναι η σχέση πολιτικής/νόμου: για παράδειγμα, η πίστη του Stefano Rodotà “στο δικαίωμα να έχει κανείς δικαιώματα”, η οποία επιδοκιμάζει την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ευρύτερα προνόμια, που δεν προέρχονται από την υπηκοότητα, αλλά από μια νέα παγκόσμια νομική συνείδηση. Όπως επίσης υπάρχουν οι προσεγγίσεις των ΚΝΣ και των νομικών ρεαλιστών, σύμφωνα με τις οποίες οι νομικοί κανόνες είναι ασαφείς και εξυπηρετούν διαφορετικούς νομικούς σχεδιασμούς, έτσι ώστε να μπορούμε να τους χρησιμοποιούμε για να δημιουργήσουμε μια πιο δίκαιη κατανομή εξουσίας` ή περισσότερο μαρξιστικές απόψεις, στις οποίες ο νόμος χρησιμοποιείται σε μια προοπτική τακτικής.

Όλοι μας βασικά μοιραζόμαστε (ή γνωρίζουμε) τις παραδοσιακές αναβολές του νόμου. Το πιο σημαντικό είναι: η ιδέα μιας από τη βάση διαδικασίας νομοθέτησης να υποστηρίζεται από μια σαρκαστική έννοια του κοινού μας ρόλου ως νομοθέτες και από την ευχαρίστηση της συλλογικής διάστασης του εγχειρήματος.

Συμπερασματικά, πιστεύω ότι αυτό το εγχείρημα είναι σημαντικό πέρα από το νομικό κείμενο που θα παράγει. Η σημαντικότητά του είναι κυρίως πολιτική. Η συμμετοχή στο νομοσχέδιο είναι ένας τρόπος να διαχυθεί η πολιτική συνείδηση και ο ακτιβισμός, να διευθετηθούν οι εν εξελίξει κοινωνικές συγκρούσεις, να αποκαλυφθούν οι λανθάνουσες συγκρούσεις και ταυτόχρονα να συσχετιστούν. Επιπλέον το εγχείρημα συμπαρασύρει μαζί του μια υπόσχεση χειραφέτησης, η οποία συνδιαλέγεται με τις ίδιες τεχνικές που χρησιμοποιούνται από την εξουσία με την οποία έρχεται αντιμέτωπο και μπορεί να είναι ένας τρόπος να αντικατασταθεί το κενό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας χωρίς να μείνει στο περιθώριο. Τέλος, μπορεί να συμβολίζει μια πρόκληση για απλή κυνική κριτική του νόμου, αλλά χωρίς να υποκαθιστά τον σημαντικό ρόλο της πολιτικής.  

Όπως και να έχει, δε σκοπεύω να δοξολογήσω την ΣΣΚ πέρα από τις δυνατότητές της. Αυτή δεν είναι η ευκαιρία να υποβαθμίσουμε την έλλειψη ενός σταδίου γενικής κινητοποίησης στην Ιταλία, όπως το Σύνταγμα στην Ελλάδα, ή το Puerta del Sol και το 15-M στην Ισπανία. Η αντίσταση και η πάλη ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τελικά θα χρειαστούν μια εποχή όπου οι ταυτότητες δεν έχουν σημασία, σύμφωνα με την αγκαμβιανή έννοια της «εν γένει ενικότητας (ιδιατερότητας)», όπου το άθροισμα των ατόμων που ασχολούνται με την εξέγερση απορρίπτουν τις διάφορες ταυτότητες που κανονικά αποδίδονται στους στρατευμένους και στους διαδηλωτές: μαθητές, πρεκαριάτο, άνεργοι διανοούμενοι, χρεωμένοι, ακόμη και νομικοί, και γίνονται μια πολλαπλότητα ενικοτήτων που δρουν από κοινού, ως ένα πλήθος, μια τάξη, μια πολλαπλότητα. Ίσως ως ένας δήμος, όπως υποστηρίζει ο Κώστας Δουζίνας. 

[1]  [ΣτΜ.] Αναφέρονται ως occupations και είναι διαφορετικές από τις καταλήψεις (squats) για τις οποίες κάνει λόγο παρακάτω. Σε αυτό το άρθρο https://theoccupiedtimes.org/?p=2606  γίνεται διαχωρισμός μεταξύ κατάληψης ως πολιτικής πράξης που όμως υποκινείται από την ανάγκη, ενώ αποδίδεται στην κατοχή ένα περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο, είτε πρόκειται για κατοχή χώρας έπειτα από πόλεμο είτε για το κίνημα occupy wall street. Κρατώ τον όρο κατοχή αν και θα ξενίσει τον Έλληνα αναγνώστη. Ίσως να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος οικειοποίηση.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Agamben. The Coming Community, (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1993).

Cavalletti, Classe, (Torino, Bollati Boringhieri, 2009).

Commissione Rodotà sui beni pubblici, http://www.astrid-online.it/Riforma-de2/Documenti/Commissione-Rodot-.pdf

Conte. ‘Roman Law vs Custom in a Changing Society: Italy in the Twelfth and Thirteenth Centuries’, in P. Andersen and Mia Münster-Swendsen (eds.), Custom - The Development and Use of a Legal Concept in the Middle Ages(Copenhagen: Djoef Publishing, 2009), p. 33.

Douzinas. Philosophy and Resistance in the Crisis: Greece and the Future of Europe, (Cambridge: Polity Press, 2013).

M.Hardt & A.Negri, Declaration, (Allen: Argo-Navis, 2012).

Kennedy. ‘The Stakes of Law. Or Hale and Foucault!’, Legal Studies Forum, Vol. XV, No. 4 (1991), p. 327.

M.R. Marella. ‘Pratiche del comune. Per una nuova idea di cittadinanza’, in Lettera internazionale, 116 (2013), p. 24.

Rodotà. Il diritto di avere diritti, (Roma-Bari: Laterza, 2013).

Spanò. ‘Law as Subjects' Production: A Foucauldian Argument for Class Action’, in Global Jurist, Vol. 10, No. 2 (Aug 2010), pp. 1-30. 

***  

Τίτλος πρωτότυπου : The constituent assembly of the commons (CAC)

Πηγή : openDemocracy, ανάρτηση 28 Φεβρουαρίου 2014, από Maria Rosaria Marella

https://www.opendemocracy.net/can-europe-make-it/maria-rosaria-marella/constituent-assembly-of-commons-cac (τελευταία πρόσβαση 29/9/2018)

This article is published under a Creative Commons Attribution-NonCommercial 3.0 licence
Αυτό το άρθρο δημοσιεύεται υπό άδεια CC BY-NC

 


 

Εικόνα: Umberto Boccioni, 1912, Elasticity (Elasticità)