του Martin O'Shaughnessy*
Μετάφραση : Γιώργος Δικμάνης, Επιμέλεια : Ελισσάβετ Σπυρίδου
Περισσότερο γνωστοί εκτός Γαλλίας για το σημαντικό τους βιβλίο περί νεοφιλελευθερισμού [1], οι Pierre Dardot και Christian Laval πρόσφατα (2014) προσέθεσαν άλλο ένα σημαντικό έργο στην εργογραφία τους, ένα έργο που η ευρύτητα και η φιλοδοξία του υποδεικνύεται καθαρά από τον τίτλο του, Commun: essai sur la revolution au XXIème siècle (Κοινό: Πραγματεία για την Επανάσταση στον 21ο αιώνα).
Η χρήση της λέξης κοινό στον ενικό ρίχνει φως σε ένα από τα θεμέλια της επιχειρηματολογίας τους. Όταν γίνεται λόγος για τα «κοινά» στον πληθυντικό κάποιος τείνει να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες πρωτοβουλίες μέσα από το πλαίσιο των αγροτικών κοινών. Την ίδια στιγμή, τείνει να βλέπει το/τα κοινό/ά ως ένα πράγμα αντί ως ένα σύνολο πρακτικών. Και οι δύο τάσεις μας οδηγούν σε κατευθύνσεις που δεν είναι εποικοδομητικές για λόγους που θα γίνουν προφανείς παρακάτω. Ταυτόχρονα, και όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, εμείς επί του παρόντος βρισκόμαστε σε ένα πολιτικό αδιέξοδο και χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να βρούμε τρόπους να προχωρήσουμε μπροστά. Ενώ ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα να δουλεύει υπέρ των λίγων, οι εναλλακτικές, είτε με την μορφή της επιστροφής στο παλιό, μετά το 1945, μοντέλο κράτους πρόνοιας, είτε στο αυταρχικό κρατικό σοσιαλιστικό μοντέλο του παλιού ανατολικού μπλοκ, είναι καταδικασμένες να μείνουν στο παρελθόν ή να είναι αναφανδόν ανεπιθύμητες, ή και τα δύο. Επίσης, η αυτο-διακυβέρνηση και η κατάληψη δημόσιων χώρων ως πρακτική που υιοθετήθηκε από ένα μεγάλο εύρος πρόσφατων κινημάτων (Occupy, διαδηλώσεις στο πάρκο Gezi στην Τουρκία) δείχνει μία αληθινή δίψα για πιο άμεσες μορφές δημοκρατίας και μία βαθιά δυσπιστία στα παραδοσιακά, κρατικοκεντρικά, αντιπροσωπευτικά μοντέλα. Όμως, το γεγονός ότι καμία από αυτές τις διαμαρτυρίες δεν στάθηκαν ικανές να παράγουν περισσότερο στέρεους ή διαδεδομένους τρόπους δράσης, δείχνει επίσης κάποιους από τους περιορισμούς τους. Αυτή είναι η θεματική, που το σημαντικό βιβλίο των Dardot και Laval, πραγματεύεται.
Οι συγγραφείς ξεκινούν σημειώνοντας ότι η κατανόησή μας για τα κοινά τείνει να σχηματίζεται (και να εμποδίζεται) από μια τριμερή σειρά παραδόσεων: μια παράδοση ουσιαστικά θεολογική που βλέπει τον στόχο της θρησκείας και των πολιτικών θεσμών ως το «κοινό καλό»· μια δικανική ή νομική που συσχετίζεται με το κοινό/τα κοινά και εγγράφεται σε μια σειρά από κατηγορίες πραγμάτων (όπως για παράδειγμα, οι θιασώτες της αντι-παγκοσμιοποίησης όταν υπερασπιίζονται τα παγκόσμια «κοινά» της ατμόσφαιρας, του νερού ή της γνώσης)· τέλος μια φιλοσοφική παράδοση που τείνει να συνδέει τα κοινά με το οικουμενικό (με την έννοια της “κοινής ανθρώπινης υπόστασης” ή του ότι όλοι διαθέτουμε “κοινή λογική”). Κάθε μια αντίληψη από τις παραπάνω είναι προβληματική για λόγους που μπορούν μόνο να σκιαγραφηθούν εδώ : το πρώτο μοντέλο επειδή αποδίδει μονοπωλιακά τον ορισμό ή την υπεράσπιση του καλού στην εκκλησία ή στο κράτος· το δεύτερο, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, εξαιτίας του τρόπου που τείνει να αντικειμενοποιεί, να φυσικοποιεί και να περιορίζει το κοινό/τα κοινά - μόνο αυτά τα πράγματα που θεωρούνται κοινό λόγω της ανεξάντλητης φύσης τους ή της δυσκολίας περίφραξής τους, δεν δύνανται ή δε θα έπρεπε να γίνουν αντικείμενο ιδιοποίησης από ιδιωτικά συμφέροντα· το τρίτο, εξαιτίας της τάσης του είτε να συσχετίζεται το κοινό με το ταπεινό ή κυρίως με αυτό που όλοι οι άνθρωποι a priori έχουν από κοινού και γι' αυτό ελάχιστα μπορεί να αξιοποιηθεί πολιτικά. Εναντίον αυτών των αντιλήψεων, οι Dardot και Laval υποστηρίζουν μια έννοια των κοινών που εδράζεται στην πράξη (praxis). Όπως σημειώνουν, « μόνον η πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων μπορεί να καταστήσει τα πράγματα κοινά, όπως αντίστοιχα μόνον αυτή η πρακτική δραστηριότητα μπορεί να παράξει ένα νέο συλλογικό υποκείμενο». Συνεχίζουν δηλώνοντας ότι «Το κοινό δεν είναι ένα πράγμα... Είναι η πολιτική αρχή στη βάση της οποίας πρέπει να κατασκευάσουμε κοινά και να επιστρέψουμε σε αυτά για να τα υπερασπιστούμε, να τα διευρύνουμε και να τα διατηρήσουμε ζωντανά.». Έτσι, αν το κοινό πρόκειται να είναι πολιτικά παραγωγικό τότε σχετίζεται θεμελιωδώς όχι με την κοινοκτημοσύνη, ούτε με το να μοιραζόμαστε πράγματα από κοινού, αλλά με την κοινή δραστηριότητα μέσω της οποίας οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις σχέσεις τους με τον υλικό κόσμο, αλλά επίσης και τον εαυτό τους με τρόπους που οι ίδιοι πρέπει να αποφασίσουν.
Η πραγμάτευση του κοινού φυσικά μας οδηγεί πίσω στην κομμουνιστική κληρονομιά, κάτι που η πρόσφατη συζήτηση της κομμουνιστικής «υπόθεσης», όπως για παράδειγμα αυτή του Alain Badiou, έτεινε να παραβλέπει ή να προσπερνά (μέσω της αναφοράς στον κομμουνισμό ως μια πλατωνική ιδέα ή ένα κανονιστικό πρότυπο), αλλά είναι κάτι που οι Dardot και Laval νιώθουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί μετωπικά εάν θέλουμε να μάθουμε από αυτή. Σε αυτό το σημείο προτείνουν μια ακόμη τριμερή τυπολογία ως έναν τρόπο χαρτογράφησης της κατανόησης του κομμουνισμού. Πρώτον, αναφέρονται στο είδος της θρησκευτικής κοινότητας της οποίας χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μοναστήρι και όπου είναι κεντρική η πεποίθηση ότι λαμβάνουμε τα πάντα από τον Θεό και άρα μπορούμε να πληρώσουμε το χρέος μας αποκηρύσσοντας όλα τα ατομικά αγαθά και παραδίδοντας τον εαυτό μας στην κοινοτική ζωή. Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε από τον πρώιμο σοσιαλισμό μέσα από την εξιδανίκευση των ουτοπικών κοινοτήτων. Δεύτερον, κάνουν αναφορά στην σοσιαλιστική και κομμουνιστική παράδοση του 19ου αιώνα, που αντί να προσβλέπει σε κάποιου είδους απόσυρσης από το κοινωνικό, είδε στην μοντέρνα κοινωνία και στην πολυπλοκότητα του καταμερισμού εργασίας που την χαρακτηρίζει, την κύρια πηγή της ανθρώπινης παραγωγικότητας : σε αυτή την περίπτωση, αυτό που ήταν κεντρικό δεν ήταν ο διαμοιρασμός των αγαθών, αλλά η μεγαλύτερη παραγωγική και ισότιμη οργάνωση της κοινωνικής ενέργειας που θα απελευθέρωνε καταπιεσμένες κοινωνικές δυνάμεις από την καπιταλιστική αποξένωση και εκμετάλλευση, έτσι ώστε να επιτραπεί η ελεύθερη άνθηση της κοινωνικής δραστηριότητας. Σε αυτή τη δεύτερη ανάγνωση, ιδιαιτέρως στην μαρξική της εκδοχή, ο καπιταλισμός αντιμετωπίζεται ως η απαραίτητη προϋπόθεση για τον συνεταιρισμό των παραγωγών στα εργοστάσια και τα εργαστήρια. Από αυτή τη θέση, ήταν πολύ εύκολο να φανταστεί κανείς ότι η συγκέντρωση των αληθινών παραγωγικών δυνάμεων, που κάποτε κινητοποιούνταν από το κεφάλαιο μπορούσε να αποσυνδεθεί από αυτό. Αυτή η πλάνη ακόμη στοιχειώνει κάποια κομμάτια της αριστερής σκέψης σήμερα (για παράδειγμα Hardt και Negri). Μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι ο καπιταλισμός θα δημιουργήσει με κάποιο τρόπο τα κοινά της εργασίας χωρίς την ανάγκη για σκέψη και δράση από την πλευρά μας ή μια ριζική αναδιάρθρωση κοινωνικών συμπεριφορών, ρόλων και ιεραρχιών. Τρίτον, όπως σημειώνουν οι Dardot και Laval, έρχεται το κράτος του κομμουνιστικού κόμματος, με τον από τα πάνω γραφειοκρατικό παραγωγισμό και την έντονη υποταγή της κοινωνίας στην κομματική πειθαρχία.Μεγαλύτερο ενδιαφέρον φαίνεται να εμφανίζει στο τελευταίο αυτό πλαίσιο, η ουγγρική επανάσταση του 1956 : η δημιουργία εργατικών συμβουλίων, η στροφή προς αμεσοδημοκρατικές μορφές που έφταναν πέρα από τα τείχη του εργοστασίου στην ευρύτερη κοινωνία, και η πεποίθηση πως οι αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού και όχι απλά η από κοινού εκτέλεσή τους, προεικόνιζαν πολλά από τα ουσιαστικά στοιχεία, που μπορεί να περιλαμβάνει μια σύγχρονη πράξη (praxis) του κοινού.
Καθώς προχωρούν στην πραγμάτευση της σύγχρονης περιόδου, οι Dardot και Laval σημειώνουν ότι η κυρίαρχη σύγχρονη κινητοποίηση του κοινού/των κοινών ήταν αμυντικού αλλά και ομοσπονδιακού χαρακτήρα, το δεύτερο ίσως μόνο κατά έναν επιφανειακό τρόπο. Στο βαθμό που ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται ως αρπακτικός απέναντι στις κοινωνικές δραστηριότητες, τις υπηρεσίες και τους πόρους, μια αμυντική έκκληση υπέρ των κοινών δύναται προφανώς να συνδέσει τις κινητοποιήσεις γύρω από την προστασία της φύσης, τα πνευματικά «κοινά» ή τις υπηρεσίες δημόσιας ωφέλειας. Έτσι εμφανίζεται η δύναμη των κοινών. Αυτή όμως η αντίληψη, όχι μόνον επαναλαμβάνει το λάθος του να θεωρεί κανείς πως το κεφάλαιο λειτουργεί κυρίως χάρη στην αρπαγή (παρά μέσα από τον δικό του τρόπο οργάνωσης της παραγωγής), αλλά και αποτυγχάνει να αναπτύξει την παραγωγική διάσταση του κοινού. Για να αναπτύξουν αυτό το τελευταίο σημείο, οι Dardot και Laval στρέφονται στην οικονομολόγο Ellinor Ostrom και το διάσημο έργο της. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται πως το έργο της Ostrom φανερώνει την θεσμική λειτουργία του κοινού/των κοινών και ο τρόπος με τον οποίο το αποτελεσματικό μοίρασμα συγκεκριμένων πόρων απαιτεί συμμετοχικούς τρόπους διακυβέρνησης και συνυπευθυνότητας : το κοινό δεν είναι απλά ένα πράγμα αλλά ένα σύνολο πρακτικών μαζί με τους συμφωνημένους κανόνες και τις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων που σχετίζονται με αυτές. Όμως το όριο του έργου της Ostrom, όπως διαπιστώνεται από τους Dardot και Laval, εντοπίζεται στο σημείο όπου αποτυγχάνει να αμφισβητήσει το ευρύτερο σύνολο των υποθέσεων που βλέπουν τον καπιταλιστικό και τον κρατικό έλεγχο, όπως και τον άπληστο ατομικισμό ως την νόρμα, ενώ το κοινό ως κάτι που ταιριάζει μόνο σε ένα συγκεκριμένο και μάλλον περιθωριακό πλαίσιο συνεργασίας, που κατά κύριο λόγο σχετίζεται με τους φυσικούς πόρους. Εντούτοις τα διδάγματα του έργο της Ostrom βοηθούν στη διόρθωση ορισμένων τεχνο-αισιόδοξων αντιλήψεων που έχουν να κάνουν με το διαδίκτυο, για παράδειγμα, την αντίληψη που υπάρχει για το διαδίκτυο ως χώρο αυθόρμητου διαμοιρασμού ή αυτόματου σχηματισμού ενός δικτύου. Αντίθετα, οι Dardot και Laval σημειώνουν ότι στο διαδίκτυο οι χάκερ ή οι προγραμματιστές ελεύθερου λογισμικού δεσμεύονται από ένα σύστημα κανόνων (των τεχνικών κανόνων συμπεριλαμβανομένων), που ενθαρρύνουν το μοίρασμα, την συλλογική δημιουργία και την παιγνιώδη διάθεση. Συγχρόνως φυσικά, οι καπιταλιστικές εταιρείες διαθέτουν τους δικούς τους τρόπους συγκέντρωσης και διακυβέρνησης της δραστηριότητας των χρηστών και των καταναλωτών του διαδικτύου. Το διαδίκτυο είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από έναν μη-δομημένο τόπο αυθόρμητης δωρεάν ανταλλαγής.
Αυτή η εστίαση στην από κοινού επεξεργασία των κανόνων και των θεσμικών μορφών και η κριτική της τεχνο-αισιοδοξίας ή παλαιότερων μορφών αισιοδοξίας όπως καταγράφονται ιστορικά, καθώς και του αυθορμητισμού, οδηγούν τους Dardot και Laval πίσω στην παράδοση των Marx και Proudhon. Ο Proudhon μπορεί να επικρίνεται για την πεποίθησή του πως η αληθινή παραγωγικότητα προέρχεται από μια κοινωνία πάνω στην οποία το κεφάλαιο δρα ληστρικά, εγκωμιάζεται όμως για την σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει την ικανότητα των εργατών να δημιουργήσουν τις δικές τους μη-καπιταλιστικές και μη-κρατικές δομές, σε σχέση με τον Γερμανό σύγχρονό του. Ως προς αυτό [ο Proudhon] ήταν μέρος μιας μεταγενέστερης περιθωριοποιημένης σοσιαλιστικής παράδοσης, που συμπεριλάμβανε σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Marcel Mauss και οδήγησε στην αναγνώριση της σπουδαιότητας της αμοιβαιότητας, των συνεταιρισμών, των συνδικάτων και της ικανότητάς τους να αναπτύξουν τους δικούς τους αυτόνομους κανόνες και τις δικές τους τελετουργίες και νόρμες. Σε μια εποχή όπου οι κρατικές λύσεις έχουν απαξιωθεί για τον έναν ή τον άλλον λόγο και όταν τα αντιπολιτευτικά κινήματα έχουν κατ' επανάληψη αποτύχει να αναπτύξουν ανθεκτικούς εναλλακτικούς οργανισμούς και διαδικασίες, αυτή η ιστορική ικανότητα να δομηθούν αντι-θεσμοί και κοινωνικά παραγόμενοι (αντί κρατικά καθοδηγούμενοι) κανόνες και πλαίσια, είναι σίγουρα κάτι στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε και να διδαχθούμε.
Ένα κομμάτι της κληρονομιάς του Proudhon από το οποίο έλκονται ιδιαιτέρως οι Dardot και Laval είναι η δικανική του σκέψη και η προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον σοσιαλισμό με το κράτος δικαίου. (rule of law). Αλλά ο νόμος στον οποίο αναφέρεται ο Proudhon) είναι αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε κοινωνικός νόμος (έθιμα, κανόνες) όχι ο κρατικός νόμος. Η ανάγκη να διαλέξει κανείς ανάμεσα στον κρατικό δεσποτισμό και τον φιλελεύθερο ατομικισμό, οδηγεί τον Proudhon να στραφεί στην κοινωνία και στο πολύπλοκο πλέγμα των σχέσεών της και να αναρωτηθεί ποιες θεσμικές μορφές και κανόνες μπορούν να βρεθούν για την οργάνωση της αλληλεπίδρασης ώστε να αναδειχθεί οργανικά αντί να χρειαστεί να επιβληθεί εκ των άνω. Είναι αυτού του είδους το ερώτημα που τον κάνει να δώσει έμφαση στους θεσμούς που προάγουν την αυτονομία των εργατών ως πεδία (sites) όπου μπορούν να αναπτύξουν τη δική τους ικανότητα διαμόρφωσης νόμων ( law-making).
Ακριβώς επειδή είναι τόσο κεντρική για την επιχειρηματολογία τους, αυτή η συζήτηση των νόμων και των θεσμών αναπτύσσεται σε μεγάλο βάθος από τους Dardot και Laval. Με νομικούς όρους, και ιδιαιτέρως με όρους εμπράγματου δικαίου, ίσως τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της συζήτησης είναι εκείνα στα οποία εξερευνούν την μεγάλη ποικιλία ιστορικών μορφών και πρακτικών και ιδιαιτέρως τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικοί τύποι δικαιωμάτων πρόσβασης στην ίδια ιδιοκτησία μπορούσαν και όντως συνυπήρχαν, όπως όταν για παράδειγμα ένας άρχων είχε υπό την ιδιοκτησία του ένα δάσος όσον αφορά το δικαίωμα να κυνηγά ενώ οι χωρικοί του είχαν εθιμική πρόσβαση στο δάσος για να μαζεύουν ξύλα. Ενώ αυτή η γνωστή μορφή εθίμου δεν πρέπει να εξιδανικεύεται – (αφού) καταφανώς αντανακλά μεγάλες κοινωνικές δομές ανισότητας – όμως υποδεικνύει πως ένα δικαίωμα συν-χρήσης, που εδράζεται στην πρακτική (practice), μπορεί να δείξει τρόπους πέρα από δικαιώματα ιδιοκτησίας που βασίζονται στην αποκλειστική ιδιοκτησία πραγμάτων. Όσον αφορά τους θεσμούς, οι Dardot και Laval είναι πρόθυμοι να διατηρήσουν την στην ίδια τη λέξη εννοούμενη ένταση, δηλαδή ανάμεσα στον θεσμό ως ένα διαμορφωμένο σώμα και στον θεσμό ως συλλογική πράξη δημιουργίας. Ενώ οι θεσμοί είναι απαραίτητοι για να διατηρηθούν νόρμες και πρακτικές σε βάθος χρόνου, διατρέχουν ξεκάθαρο κίνδυνο να απολιθωθούν. Γι' αυτό τον λόγο χρειάζεται η συντεταγμένη τους διάσταση να αντιπαρατεθεί στην συλλογική ικανότητα δημιουργίας νέων θεσμικών μορφών. Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης της συντακτικής συνέλευσης που παίρνει ως δεδομένο ένα υποκείμενο (τον λαό) που προϋπάρχει της δράσης της (της δημιουργίας του συντάγματος) και μόνο απευθείας πραγματώνει αυτή την πράξη θεμελίωσης (προτού να παραδώσει την εξουσία), ο θεσμός πρέπει να ιδωθεί ως μια πράξη (praxis) σε διαρκή εξέλιξη δια της οποίας η ομάδα δημιουργεί τον εαυτό της μέσω της συν-δραστηριότητας καθώς διαμορφώνει και διαρκώς αναδημιουργεί θεσμούς και κανόνες. Αυτή η ένταση ανάμεσα στο συντεταγμένο και στην πράξη της θέσπισης είναι επίσης ουσιαστική εάν ο θεσμός επρόκειτο να εμποδιστεί από το να εξασκήσει τυραννική εξουσία πάνω στην ομάδα. Αν επιτραπεί στο θεσμό να παγιωθεί και η δύναμή του να εδράζεται σε μια ανώτερη εξουσία, μπορεί γρήγορα να εξελιχθεί σε τυραννική. Παρομοίως, η εξουσία της ομάδας, η εξουσία του να περιορίζει τη δράση των μελών της, δεν πρέπει να γίνει μονολιθική ή συγκεντρωτική. Η εξουσία των ατόμων πρέπει να περιοριστεί από τις άλλες ατομικότητες έτσι ώστε καμία ατομική ή συλλογική εξουσία να μην μπορεί να επιβληθεί. Αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης είναι φυσικά γνωστός σε οποιονδήποτε γνωρίζει κινήματα όπως το Occupy.
Σε αυτό το στάδιο, μεγάλο μέρος των θεωρητικών επιχειρημάτων έχει αποσαφηνιστεί, παρόλο που αναγκαστικά το έχω μόνον σκιαγραφήσει. Αυτό που απομένει και αυτό που οι Dardot και Laval επιτελούν στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, είναι να παραθέσουν λεπτομερείς προτάσεις και να εξηγήσουν με ποιο τρόπο η δική τους κατανόηση των commons μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε, όχι απλά τον δρόμο προς απομονωμένα, τοπικά και βραχύβια κοινωνικά πειράματα, αλλά έναν δρόμο προς μια αληθινή, ευρεία και ανθεκτική μεταμόρφωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης μέσω και γύρω από το κοινό. Αυτή θα είναι η θεματική του επόμενου άρθρου μου.
[1] [ΣτΕ.] Ο συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο, P. DARDOT, C. LAVAL, 2010 “La nouvelle raison du monde Essai sur la société néolibérale, εκδ. La Découverte Poche / Sciences humaines et sociales n°325, (“Η νέα λογική του κόσμου : Πραγματεία πάνω στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία”)
* Ο Martin O'Shaughnessy είναι καθηγητής στο School of Arts & Humanities, Πανεπιστήμιο του Nottigham Trent.
Τίτλος πρωτότυπου : Thinking about the common with Pierre Dardot and Christian Laval
Πηγή : La France et la Crise, ανάρτηση 2 Δεκεμβρίου 2015, από Martin O'Shaughnessy
Εικόνα: Φθινόπωρο, η συγκομιδή φρούτων (L' Automne, la cueillette des fruits),1912, Pierre Bonnard